ξενοδουλευτής

ξενοδουλευτής
ο, θηλ. ξενοδουλεύτρα [ξενοδουλεύω]
1. αυτός που ξενοδουλεύει, που ζει από την εργασία του σε ξένους εργοδότες
2. το θηλ. γυναίκα που προσφέρει με αμοιβή την εργασία της σε ξένα σπίτια, παραδουλεύτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξενοδουλευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που δουλεύει σε ξένες δουλειές, αλλ. μεροκαματιάρης: Κάνει την ξενοδουλεύτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”